- μελιστάλαχτος
- -η, -οαυτός που το στόμα του στάζει μέλι, ο γλυκός, ο μελίρρυτος: Δεν πίστεψα στα μελιστάλαχτα λόγια της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελιστάλαχτος — η, ο 1. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μελιστάλαχτο χαμόγελο»). επίρρ... μελιστάλαχτα με μελιστάλαχτο, γλυκύτατο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Φραγκ. Σκούφο] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μελίρρυτος — η, ο (Α μελίρρυτος, ον) 1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» τους τρεις Ιεράρχες) 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («φωνή μελίρρυτη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (<… … Dictionary of Greek
μελίρρυτος — η, ο αυτός που από το στόμα του βγαίνει μέλι, ο ευχάριστος, ο μελιστάλαχτος: Μελίρρυτο στόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)